λοχεύτρια

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἡ,

   A woman in childbed, metaph. as Adj., ἡ τοῦ ψεύδους λ. ποίησις Anon. ap. Suid. s.v. Ἀδάμ.    II midwife, Sch.D Il.16.187.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεύτρια: ἡ, ἡ λεχώ, ἡ τεκοῦσα, ἡ μήτηρ, Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μαῖα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187.

Greek Monolingual

λοχεύτρια, ἡ (ΑM λοχεύω
η λεχώνα
αρχ.
1. η μαία, η μαμμή
2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῡ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).