μάδημα

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

και μάδισμα, το
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων
2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω.