μάδισμα

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual

το (Μ μάδισμα) μαδίζω
1. μάδημα, ξερίζωμα τριχών, μαλλιών
2. μτφ. καρποί που έπεσαν στο έδαφος.