λιπόλυση

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

και λυπολυσία, η
(βιοχ.-φυσιολ.) η ενζυμική υδρόλυση τών λιπών της τροφής υπό την επίδραση της παγκρεατικής και της εντερικής λιπάσης, καθώς και η κινητοποίηση τών αποθεμάτων λίπους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. lipolysis < νεολατ. lipolysis < lip(o)- (< λίπος) + -lysis (< λύση)].