μαχαλάς

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

ο (Μ μαχαλάς)
1. συνοικία, γειτονιά
2. φρ. «στον παρακάτω μαχαλά» — λέγεται για δήλωση άρνησης σε ένα αίτημα αλλά και σε παιδικό παιχνίδι
3. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — κάθε τόπος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahalle].