μελισσηδόν

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

German (Pape)

[Seite 124] nach Bienenart, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.

Greek Monolingual

μελισσηδόν (Μ)
επίρρ. με τον τρόπο τών μελισσών, όπως οι μέλισσες, σαν μελίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. λυκ-ηδόν)].