μελισσηδόν
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
German (Pape)
[Seite 124] nach Bienenart, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.
Greek Monolingual
μελισσηδόν (Μ)
επίρρ. με τον τρόπο τών μελισσών, όπως οι μέλισσες, σαν μελίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. λυκηδόν)].