μελάνοφρυς

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνοφρυς Medium diacritics: μελάνοφρυς Low diacritics: μελάνοφρυς Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΡΥΣ
Transliteration A: melánophrys Transliteration B: melanophrys Transliteration C: melanofrys Beta Code: mela/nofrus

English (LSJ)

υ, gen. υος,

   A black- or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνοφρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91.

Greek Monolingual

μελάνοφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].