μαριλοκαύτης

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρῑλοκαύτης Medium diacritics: μαριλοκαύτης Low diacritics: μαριλοκαύτης Capitals: ΜΑΡΙΛΟΚΑΥΤΗΣ
Transliteration A: marilokaútēs Transliteration B: marilokautēs Transliteration C: marilokaytis Beta Code: marilokau/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].