ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
-η, -ο (Α ἀκατοίκητος, -ον) κατοικῶαυτός που δεν είναι κατοικημένοςνεοελλ.1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος).