ακεραιότητα
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
η (Α ἀκεραιότης) ἀκέραιος
1. η ολότητα, η πληρότητα
«η ακεραιότητα της χώρας», «ἀκεραιότης στρατοπέδων» (Πολύβ. 3, 105)
2. η εντιμότητα, η χρηστότητα, το αδέκαστο του χαρακτήρα.