ἄκηπος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

German (Pape)

[Seite 72] κῆπος, ein Garten, der kein Garten zu nennen ist, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκηπος: -ον, ἄνευ κήπου· κῆπος ἄκηπος, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ον que no puede llamarse jardín κῆποι Gr.Naz.Ep.5.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκηπος, -ον) κῆπος
αυτός που δεν έχει κήπο
αρχ.
φρ. «κῆπος ἄκηπος», κήπος που δεν αποδίδει καρπούς (πρβλ. «δώρο άδωρο»).