ακατάρτιστος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκατάρτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει καταρτιστεί για κάτι, δεν έχει την απαιτούμενη προπαρασκευή
«διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτών καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας» (Ειρην. 1106c)
νεοελλ.
εκείνος που έχει ελλιπή γνώση ή πλήρη άγνοια ενός αντικειμένου, (γενικότερα) ο αμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταρτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταρτισιά].