Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακατάρτιστος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκατάρτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει καταρτιστεί για κάτι, δεν έχει την απαιτούμενη προπαρασκευή
«διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτών καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας» (Ειρην. 1106c)
νεοελλ.
εκείνος που έχει ελλιπή γνώση ή πλήρη άγνοια ενός αντικειμένου, (γενικότερα) ο αμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταρτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταρτισιά].