ἀκόρυφος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρῠφος Medium diacritics: ἀκόρυφος Low diacritics: ακόρυφος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: akóryphos Transliteration B: akoryphos Transliteration C: akoryfos Beta Code: a)ko/rufos

English (LSJ)

ον, (κορυφή)

   A without top, without beginning, D.H.Comp. 22.    II = sq., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρυφος: -ον, (κορυφή) ἄνευ κορυφῆς, ἄνευ ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.

Spanish (DGE)

-ον
1 ret. que no tiene comienzo ἡ περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que no se puede sumar, innumerable Hsch. (cód.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόρυφος, -ον) κορυφή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» — χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.)
2. ο αναρίθμητος.