αλαζονεία
Greek Monolingual
η (Α ἀλαζονεία) ἀλαζονεύομαι
περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία
αρχ.
φρ. ἀλαζονεία χορδῶν
υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο).