αλαζονεία

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀλαζονεία) ἀλαζονεύομαι
περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία
αρχ.
φρ. ἀλαζονεία χορδῶν
υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο).