οίηση

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

η (Α οἴησις)
έπαρση, αλαζονεία
αρχ.
1. γνώμη, ιδέα που έχει κανείς σχετικά με ένα ζήτημα
2. εσφαλμένη γνώμη ή αβέβαιη και ασαφής αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -σις].