Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ἄλεκτρος, -ον (Α) λέκτρον
1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος
2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος
3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος.