αλόη

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].