αλμύρα
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
και αρμύρα, η αλμυρός
1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα
2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα
3. πολύ ακριβός, πανάκριβος.