αλμύρα

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

και αρμύρα, η αλμυρός
1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα
2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα
3. πολύ ακριβός, πανάκριβος.