αλωνιστικός
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
-ή, -ό αλωνιστής
1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα
2. ο κατάλληλος για αλώνισμα
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά
το αλωνιάτικο.