Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀμαυρόβιος, -ον (Α)αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρός + βίος.