ἀμαυρόβιος

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαυρόβῐος Medium diacritics: ἀμαυρόβιος Low diacritics: αμαυρόβιος Capitals: ΑΜΑΥΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: amauróbios Transliteration B: amaurobios Transliteration C: amavrovios Beta Code: a)mauro/bios

English (LSJ)

ἀμαυρόβιον, living in darkness, ἄνδρες Ar. Av.685.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que apenas vive, que vive casi sin vida ἄνδρες Ar.Au.685.

German (Pape)

[Seite 117] in Dunkelheit lebend, Ar. Av. 685.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit obscurément.
Étymologie: ἀμαυρός, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαυρόβιος: живущий во тьме (ἄνδρες Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρόβῐος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐν σκότει, ὁ ἀμαυρὸν βίον ἔχων, σκοτίας, ἄνδρες, Ἀριστοφ. Ὄρν. 685.

Greek Monolingual

ἀμαυρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρός + βίος.

Greek Monotonic

ἀμαυρόβῐος: -ον, αυτός που ζει στο σκοτάδι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀμαυρός, βίος
living in darkness, Ar.