αμαυρόβιος

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

ἀμαυρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρός + βίος.