ἁλουργοβαφής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
German (Pape)
[Seite 109] ές, mit Purpur gefärbt, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργοβαφής: -ές, πορφυροβαφής, Κλήμ. Ἀλεξ. 235.
Spanish (DGE)
-ές teñido con púrpura Clem.Al.Paed.2.10.109.
Greek Monolingual
ἁλουργοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με πορφύρα, πορφυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργὸς + -βαφὴς < βαφή.