άμεμπτος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμεμπτος, -ον) μεμπτός
(με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεμφθεί, να τον κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος
αρχ.
1. ο τέλειος στο είδος του
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν διατυπώνει παράπονο, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος.