αμετακίνητος
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετακινῶ].