ἀμφιμάρπτω

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμάρπτω Medium diacritics: ἀμφιμάρπτω Low diacritics: αμφιμάρπτω Capitals: ΑΜΦΙΜΑΡΠΤΩ
Transliteration A: amphimárptō Transliteration B: amphimarptō Transliteration C: amfimarpto Beta Code: a)mfima/rptw

English (LSJ)

only in pf. -μέμαρπα (

   A -μέμαρφα Q.S.3.614), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.

German (Pape)

[Seite 141] ringsum erfassen, perf. ἀμφιμεμαρπώς Ap. Rh. 3, 146; Opp. H. 5, 636; ἀμφιμέμαρφε Qu. Sm. 3, 614, wo wohl -μέμαρπε zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάρπτω: συναρπάζω τι πανταχόθεν, ψηλαφῶ ἢ λαμβάνω, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ἀμφιμέμαρφε Q.S.12.276]
agarrar, asir por ambos lados, ἔνθα καὶ ἔνθα θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπτώς A.R.3.147, ἐριβριθῆ μολίβου χύσιν ἀμφιμεμαρπτώς Opp.H.5.636
rodear, apresar en un abrazo ἀμφὶ δέ μιν νὺξ μάρψεν Q.S.3.334, ἀλλά σε γῆρας ... ἀμφιμέμαρφε Q.S.l.c., cf. 3.614.

Greek Monolingual

ἀμφιμάρπτω (Α)
(μόνο στον πρκμ. ἀμφιμέμαρπα)
αρπάζω, πιάνω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάρπτω.