διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ρέπω.ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση].