αμφιρρέπω

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ρέπω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση].