αμφιρρέπω
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ρέπω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση].