αναγόρευμα
From LSJ
Greek Monolingual
το αναγορεύω
χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240).
το αναγορεύω
χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240).