ανάγνωση
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
η (Α ἀνάγνωσις)
1. απόδοση γραπτού κειμένου με προφορικό λόγο, διάβασμα
2. διάβασμα με δυνατή φωνή εμπρός σε ακροατήριο
νεοελλ.
1. κατανόηση της σημασίας συμβόλων (ιερογλυφικών κ.λπ.)
2. κείμενο για ανάγνωση
3. το μάθημα της ανάγνωσης
αρχ.
αναγνώριση, επαναφορά στη μνήμη προσώπου, πράγματος ή περιστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. αναγνωστικός].