μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(Α ἀναδικάζω)(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].