αναδικάζω

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

ἀναδικάζω)
(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].