αναερόβιος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. κάθε φαινόμενο, οργανισμός, διεργασία κ.λπ. που γίνεται ή διατηρείται σε περιβάλλον χωρίς οξυγόνο
2. (ως ουσιαστικό) ο όρος χρησιμοποιείται για τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, δηλαδή αυτούς που δεν χρειάζονται οξυγόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του Pasteur, ελληνογενής < αν- στερ. + αερόβιος, πρβλ. anaerobie].