αναζωπυρώνω

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω)
κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ (-έω) < ἀνα- + ζωπυρῶ (-έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω.
ΠΑΡ. αναζωπύρωση (-ις) αρχ.-μσν. ἀναζωπύρησις.