φουντώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
Ν φούντα
1. (για φυτό) βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά
2. (για φωτιά κ.ά. φαινόμενα) δυναμώνω, εντείνομαι, επιτείνομαι, επεκτείνομαι (α. «φούντωσε η πυρκαγιά» β. «φούντωσε η λαϊκή αγανάκτηση» γ. «φούντωσε η εξέγερση»)
3. οργίζομαι («φουντώνει με το παραμικρό»)
4. ερεθίζομαι σεξουαλικά.
(II)
Ν
[[[φούντι]] (Ι)]
τοποθετώ φούντια σε βαρέλι.