ἀνακαχλάζω
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
English (LSJ)
A boil up, burst forth, Opp.C.1.275.
German (Pape)
[Seite 191] aufbrausen, aufsprudeln, Opp. C. 1, 275 Αἴτνης – πῦρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαχλάζω: βράζω μετὰ καχλασμοῦ, ἐξορμῶ, «Σικελικῆς Αἴτνης ἀνεκάχλασεν ἀέναον πῦρ» Ὀππ. Κυν. 1. 275.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -κοχλ- Gr.Nyss.M.46.37A, Epiph.Const.Exp.Fid.11.1 (p.511.25)
saltar a borbotones, borbotear Αἴτνης ἀνεκάχλασεν ἀέναον πῦρ Opp.C.1.275, del agua, Hero Spir.1.1.5, Gr.Nyss.l.c., λέβητι ἀνακαχλάζοντι Epiph.Const.l.c., cf. Hsch.s.u. ἀνεπάφλαζον.
Greek Monolingual
ἀνακαχλάζω (Α)
κοχλάζω, ξεχύνομαι ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καχλάζω «κοχλάζω».
ΠΑΡ. μσν. ἀνακάχλασις.