ανακριβολογώ

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

(-έω)
1. χρησιμοποιώ ανακρίβειες στους λόγους μου, ψεύδομαι
2. δεν κυριολεκτώ, υποπίπτω σε ακυρολεξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον εκπαιδευτικό-συγγραφέα Μαργαρίτη Δήμιτσα (1829-1903)].