κυριολεκτώ
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
(AM κυριολεκτῶ, -έω) κυριόλεκτος
μιλώ με κυριολεξία, ακριβολογώ, μεταχειρίζομαι τις λέξεις με την ακριβή τους σημασία
αρχ.
αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος.