ἀναπόγραφος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόγρᾰφος Medium diacritics: ἀναπόγραφος Low diacritics: αναπόγραφος Capitals: ΑΝΑΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: anapógraphos Transliteration B: anapographos Transliteration C: anapografos Beta Code: a)napo/grafos

English (LSJ)

ον,

   A not registered in the custom-house books, contraband, Poll.9.31; ἀ. μέταλλα unregistered mines, Hyp.Eux.34; not registered in the census, PLond.2.260.29 (i A. D.); πρόβατα ἀ. BGU338ii6 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 203] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ ἀπογεγραμμένος ἐν τοῖς βιβλίοις τοῦ τελωνείου, «τὸ δὲ μὴ ἀπογραφὲν ἀναπόγραφον» λαθρεμπόρευμα Πολυδ. Θϳ. 31, πρβλ. Βοίκχιον Π. Οἰ. Ἀθ. 2. 55· ἀναπόγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα μὴ ἐγγεγραμμένα εἰς τὸν κατάλογον, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 43· ἴδε ἐν λ. ἄγραφος.

Spanish (DGE)

-ον
sin registrar μέταλλα Hyp.Eux.34, πρόβατα BGU 388 II 6 (II d.C.), cf. SB 8008.7 (III a.C.), PLond.2.260.29 (I d.C.), PBremen 32.27 (II d.C.), Poll.9.31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόγραφος, -ον) ἀπογράφω
αυτός που δεν είναι γραμμένος σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε απογραφή
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο δασμολόγιο.