δασμολόγιο

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

το
1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται
2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» — αυτό που προστατεύει την εγχώρια βιομηχανία επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς σε εισαγόμενα εμπορεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + -λόγιο < λόγος. Η λ. δασμολόγιον μαρτυρείται από το 1882 στο περιοδικό σύγγραμμα Οικονομική Επιθεώρησις].