αναρρόφηση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

η (Α ἀναρρόφησις)
το ρούφηγμα υγρού με σωλήνα
λ. της Κοινής Νεοελληνικής αντί του ορθού επιστημονικού όρου εισρόφηση.