γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(AM ἀναχαράσσω)
νεοελλ.
λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα
μσν.- νεοελλ.
(για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου
αρχ.
1. αναξέω, διεγείρω
2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι
3. παράγω, γεννώ.