αναχαράζω

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

(AM ἀναχαράσσω)
νεοελλ.
λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα
μσν.- νεοελλ.
(για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου
αρχ.
1. αναξέω, διεγείρω
2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι
3. παράγω, γεννώ.