ανεμιστήρας

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

ο
μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα και έτσι δημιουργεί δροσιά στον χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον φυσιοδίφη Κ. Μητσόπουλο].