Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
η (Α ἀναπόλησις) ἀναπολῶ
επαναφορά στη μνήμη, εκ νέου στοχασμός, ανασκόπηση
νεοελλ.
ανάκληση προσώπου ή γεγονότος στη μνήμη με νοσταλγία, ανάμνηση
αρχ.
επανάληψη.