ἀναπολῶ

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Mantoulidis Etymological

(=ἀναστρέφω τό χῶμα, ἐπαναφέρω στή μνήμη). Ἀπό τό ἀνά + πολέω (πού προέρχεται ἀπό τό πέλω = κινοῦμαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπόλησις, ἀναπολητέον, ἀναπολητικός.