ανεκπαίδευτος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο].