Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανεξίκακος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξίκακος, -ον)
μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος.
αρχ.
καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι- (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός.
ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ].