μεγάθυμος
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ᾰ], ον, great-hearted, Ἀχιλλεύς Il.20.498, cf. Hes. Th. 734, etc.; Ἀχαιοί Il.1.123, al.; Ἀθήνη Od.8.520, 13.121, cf. Orac. ap. Phleg.Fr.36.3 J.; ταῦρος Il.16.488.
German (Pape)
[Seite 104] großherzig, hochsinnig, bes. voll hohes Muthes, Hom. u. Hes., Beiwort tapferer Männer und ganzer Völker, Il. 16, 488 auch des Stiers, und Od. 8, 520. 13, 121 der Athene. Einzeln auch bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
magnanime, d'un grand cœur.
Étymologie: μέγας, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
μεγάθῡμος: (ᾰ) мужественный, отважный (γέροντες, ταῦρος, Ἀθήνη Hom.; Φωκῆες Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγάθῡμος: -ον, μεγαλόψυχος, γενναιόκαρδος, Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος, ὡς ἐπίθετ. πολεμιστῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Θ. 520, Ν. 121· - ἐν Ἰλ. Π. 488 ἐπὶ ταύρου.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγάθυμος, -ον)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος
2. (για ζώο) ζωηρός («ταῦρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
καρτερικός, υπομονητικός.
επίρρ...
μεγαθύμως
με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + θυμός (πρβλ. εύ-θυμος, κακό-θυμος)].
Greek Monotonic
μεγάθῡμος: -ον, μεγαλόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.